- τορπιλ(λ)οβλητικός
- -ή, -ό, Ν1. κατάλληλος για την εκσφενδόνιση τορπιλών2. φρ. «τορπιλοβλητικός σωλήνας» — διάταξη από την οποία εκσφενδονίζονται οι τορπίλες, αλλ. τορπιλ(λ)οσωλήνας.[ΕΤΥΜΟΛ. < τορπίλ(λ)η + -βλητικός (< βάλλω), πρβλ. υπο-βλητικός. Η λ., στον τ. τορπιλλοβλητικός, μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Ακρόπολις].
Dictionary of Greek. 2013.